ΑΥΤΗ Η ΜΕΛΩΔΙΑ ΔΕ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ ΙΔΙΑ… | Retreat Φεβρουάριος 2025

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΚΑΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ

Μαγικό μέρος… Θέλω να επιστρέψω.

Είσαι σίγουρη;
Ναι, πάρα πολύ.
Τότε θα πρέπει να προετοιμαστείς για ένα μεγάλο ταξίδι.

Μα, το θυμάμαι κοντά.
Καμιά φορά όσο πιο όμορφο είναι κάτι, τόσο πιο κοντά μας το θυμόμαστε.
Με μπέρδεψες.
Δεν έχει καμία σημασία, δε θα σου χρησιμέψει και πολύ.
Γιατί το λες;
Γιατί είσαι κάμπια. Δεν μπορείς να ταξιδέψεις και πολύ μακριά.
Και πως θα φτάσω στον προορισμό μου;
Θα φτάσεις, μην σε ανησυχεί, πρέπει απλά να εμπιστευτείς τη διαδικασία.
Ποια είναι αυτή;
Ούτε αυτό έχει σημασία. Είσαι έτοιμη;
Δεν ξέρω, αγχώθηκα λιγάκι. Θα πρέπει να πάρω κάτι μαζί μου;
Ότι θέλεις μπορείς να πάρεις μαζί σου, ακόμα και τίποτα απολύτως. Απλά, θα πρέπει να αφήσεις πολλά εκεί που θα πάμε.
Δεν καταλαβαίνω.
Δε με κατάλαβες γιατί μιλώ ψυχόδραμα. Μη σε ανησυχεί, όμως, αυτό τώρα, πάρε ότι θες μαζί σου, σε έξι λεπτά φεύγουμε.
Γιατί συγκεκριμένα σε έξι;
Γιατί δε μου αρέσει το πέντε. Θα σου εξηγήσω άλλη φορά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΘΕΜΑ ΟΠΤΙΚΗΣ

Θα κάνουμε μια στάση, να ξέρεις.
Γιατί; Δε θέλω να καθυστερήσουμε!
Θα πρέπει να πάρουμε μαζί μας έναν φίλο.
Δεν ήξερα ότι θα έχουμε παρέα στο ταξίδι. Ακούγεται ενδιαφέρον να ταξιδεύεις με αγνώστους.
Άγνωστος για σένα, αλλά για μένα γνωστός. Οπότε αυτό τι μας κάνει;
Έναν άγνωστο-γνωστό;
Όχι, έναν μισό-άγνωστο. Είναι θέμα οπτικής. Θες να βλέπεις τον συνταξιδιώτη σου μισό-άγνωστο ή μισό-γνωστό; Επίσης, όπως σου έχω πει πολλές φορές, μόνοι μας μπορεί να πάμε πιο γρήγορα, αλλά με παρέα θα πάμε πιο μακριά, σίγουρα. Και όπως σου ανέφερα στην αρχή το ταξίδι μας είναι πολύ μακρινό.
Με φοβίζουν τα μακρινά ταξίδια. Φοβάμαι πως θα χαθώ πάλι.
Ας χαθείς.
Θηβαίος;
Όχι, μπορείς να το πάρεις ως παρότρυνση. Επίσης, για να ξέρεις το «Ας χαθείς» το έχει γράψει ο Χαραλαμπόπουλος, είναι δικοί του οι στίχοι.
Ποιος;
Αυτός από το είσαι το ταίρι μου, που έπαιζε τον Γρηγόρη.
Αυτός με την κόκκινη μοϊκάνα;
Όχι, αυτός ήταν έκτρωμα.
Πάντως, να επισημάνω πως δεν έχω ταξιδέψει ποτέ τόσο μακριά.
Κι όμως έχεις ταξιδέψει, απλά δε το θυμάσαι. Μην φλυαρούμε όμως άλλο, πάμε να βρούμε τις ρίζες μας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Έχουμε πολύ ακόμα;
Ναι.
Καλά πάμε από δω;
Ναι. Να εκεί, λίγο πιο κάτω μας περιμένει ο φίλος μου.
Αυτός μοιάζει με Ιππότη! Είναι θεόρατος και λιγάκι τρομακτικός.

Υπερβάλεις, απλά είσαι κάμπια, όλα σου φαίνονται τεράστια, γιατί έχεις μέτρο σύγκρισης τον εαυτό σου. Γεια σου Ποτάκο μου. Έλα να σε αγκαλιάσω. Αχ, πόσο χαίρομαι που θα ταξιδέψουμε ξανά μαζί! Από δω η φίλη μου η κάμπια.


«Ο Ιππότης κούνησε το κεφάλι του για να χαιρετήσει την κάμπια.»


Δε μιλάει;
Δεν μπορεί να μιλήσει, δυστυχώς.
Γιατί;
Τον εμποδίζει η πανοπλία.
Γιατί την φοράει; Γίνεται κάποιος πόλεμος στα μέρη του;
Όχι, απλά πάσχει από οξεία φωτο-ηλιακή ευαισθησία ΧΥ.
Τι είναι αυτό;
Αν τον «δει» ο Ήλιος, μπορεί να κοιμηθεί.
Ε, και τι κακό έχει ο ύπνος;
Να «κοιμηθεί»!
Γιατί κουνάς τα χέρια σου έτσι;
Να πεθάνει εννοώ!
Και γιατί φοβάσαι να το πεις, καλέ; Δεν ακούγεται και τόσο τραγικό αν είναι να απαλλαγείς από τέτοιο βάρος!
Σκάσε, μας ακούει, δεν είναι κουφός, απλά δε μιλάει.
Να δω πως θα συνεννοηθούμε για να φτάσουμε. Καλά πάμε από δω;
Ναι, καλά πάμε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: 10 ΒΥΘΟΙ ΜΑΚΡΙΑ
 
Πόση ώρα περπατάμε; Νομίζω κουράστηκα.
Πρέπει ακόμη να διασχίσουμε 10 βυθούς, περίπου.
Τι;!!!!
Δεν έχει σημασία ο προορισμός, αλλά το ταξίδι.
Αυτά είναι μαλακίες! Εγώ θέλω να πάμε από τα βουνά.
Είναι πιο εύκολο πάντως να κολυμπήσουμε.
Ναι, αλλά εγώ θέλω τα βουνά!
Στη θάλασσα, όμως, βρε χαζό θα συναντήσουμε και το χταπόδι.
Τι; Θα πάρουμε κι άλλον;
Ναι, το χταποδάκι είναι εξοικειωμένο με το κολύμπι και θα μας βοηθήσει κιόλας. Ξέρεις τι ωραία που θα περάσουμε; Εσύ τι λες Ιππότη; Η πανοπλία σου είναι αδιάβροχη;


«Ο Ιππότης έγνεψε καταφατικά.»


Τέλεια, θα κολυμπήσουμε όλοι μαζί παρέα.
Ξέρω, ξέρω… μόνος κολυμπάς πιο γρήγορα, αλλά με παρέα πιο μακριά.

«Το χταποδάκι μπήκε κι αυτό γρήγορα στην παρέα και χωρίς να το καταλάβουν άρχισαν όλοι μαζί να κολυμπούν στα βαθιά νερά…»

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΤΟ ΖΕΣΤΑΜΑ

Κουράστηκα αρκετά, νομίζω. Δε θυμάμαι καν πόσες ώρες κολυμπάμε.
Το κολύμπι πάντως κάνει καλό. Είναι πιο ευχάριστο από το να παίρναμε τα βουνά και νομίζω πως κόβουμε και δρόμο.
Είμαι μούσκεμα, κουράστηκα και κρυώνω. Επίσης, δεν τον λυπάσαι τον κακομοίρη, θα σκουριάσει η πανοπλία του.
Έχεις δίκιο, είναι εντάξει να νιώθεις κουρασμένη. Ας βγούμε για λίγο από το νερό, να ξαποστάσουμε.
Μπορούμε να αράξουμε κάτω από αυτό το δέντρο.
Πολύ καλή ιδέα.
Ωραία είναι εδώ, αλλά κρυώνω. Κάπως πρέπει να στεγνώσουμε. Ξέρεις να ανάβεις φωτιά;
Δεν βλέπω κάτι τριγύρω που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε ως προσάναμμα.
Κρυώνω πολύ και νομίζω πως νιώθω ακόμα πιο κουρασμένη.
Έχω μια ιδέα! Όταν ήμουν παιδί, η γιαγιά μου, μου είχε μάθει έναν μαγικό τρόπο για να ζεσταίνομαι.

Από που ήταν η Γιαγιά σου;

Από τη Βηρυτό.

Εγώ είχα κάτι θείους στη Βηρυτό, αλλά τώρα έχουν φύγει.

Λοιπόν, μην ξεφεύγουμε από το θέμα μας. Θα κάνουμε έναν κύκλο και θα μοιραστούμε από μερικές ιστορίες. Μπορείς να μας πεις και για τους θείους σου.
Και τι, έτσι θα ζεσταθούμε;
Εμπιστέψου τη διαδικασία.
Μα αυτός δεν μπορεί καν να μιλήσει και εγώ είμαι κάμπια, πόσες ιστορίες πιστεύεις έχω; Τουλάχιστον αν είχα προλάβει να γίνω πεταλούδα, θα είχα να διηγηθώ κάτι όμορφο.
Πάντα έχουμε κάτι όμορφο να διηγηθούμε, ακόμα κι αν στο μυαλό μας φαντάζει άσχημο. Το μοίρασμα έχει σημασία. Όλες οι ιστορίες κρύβουν μέσα τους ένα τόσο δα φως! Δυνατό όμως να ανάψει την πιο μεγάλη φωτιά! Όσο για τον Ιππότη μπορεί να μας κάνει παντομίμα για ζέσταμα.


«Οι ώρες πέρασαν και οι τέσσερις συνταξιδιώτες μοιράστηκαν τόσες πολλές ιστορίες, που τελικά είδαν μία μικρή σπίθα να γίνεται φλόγα κι αυτή με τη σειρά της έγινε μια μεγάλη φωτιά, που τους ζέστανε μέχρι το ξημέρωμα.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΠΑΓΟΣ

Τι όμορφη που είναι η ανατολή!
Ναι είναι φανταστική. Πρέπει να φάμε πρωινό και να συνεχίσουμε το κολύμπι.
Μπορούμε να ψαρέψουμε!
«γκουχ, γκουχ… έβηξε ο Ιππότης.»
Τι δε σου αρέσουν τα ψάρια;
«Ο Ιππότης έβηξε ξανά και τα μάτια του χταποδιού έγιναν υγρά…»
Τι είναι χταπόδι; Τι συμβαίνει.
(χ) Το ψάρεμα… Το ψάρεμα, μου φέρνει άσχημες αναμνήσεις. Όταν ήμουν μικρό, ένα τρομακτικό πλάσμα με μια στρογγυλή μάσκα στο πρόσωπό του και με δυο μεγάλα πτερύγια στα πόδια, έπιασε τον πατέρα μου. Τον έβγαλε έξω από το νερό και άρχισε να τον χτυπάει στα βράχια. Κάποια στιγμή όμως του γλίστρησε και έπεσε ξανά στη θάλασσα.
Και; Τον βρήκατε; Έζησε;
(χ) Ναι, έζησε.
Αυτό είναι πολύ καλό, χταπόδι!
«τα μάτια του χταποδιού έγιναν ακόμη πιο υγρά και τα δάκρυα του σχημάτισαν μια μικρή λίμνη στο έδαφος.»
Τι συνέβη χταπόδι; Θα μας σκάσεις!
(χ) Έζησε, αλλά δεν ήταν πια όπως τον θυμόμασταν. Τα τραύματά του ήταν τόσο βαθιά, που πλέον δε θύμιζε χταπόδι. Έμοιαζε περισσότερο με αχινό!


«Το στομάχι όλων σφίχτηκε, δεν ήξεραν τι να πουν. Αισθάνονταν όμως τον πόνο του χταποδιού τόσο έντονα, που δεν μπορούσαν να κουνηθούν. Είχαν παγώσει…»
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΑ ΒΡΑΧΙΑ

Πόσους βυθούς έχουμε ακόμη;
Μην απογοητεύεσαι, θα φτάσουμε.
Μα, έχουμε κάνει πάνω από δέκα στάσεις και δεν βλέπω πουθενά βουνά. Μόνο κάποιες παραλίες και δέντρα. Έχουμε πολύ ακόμα;
Νομίζω, η πανοπλία του Ιππότη έχει αρχίσει να σκουριάζει. Πρέπει να βγούμε ξανά λίγο από το νερό, να ξαποστάσουμε. Βλέπω μια μικρή βραχονησίδα…


«Οι τέσσερις συνταξιδιώτες και πλέον φίλοι, βγήκαν από το νερό και ξάπλωσαν πάνω στα βράχια για να ξεκουραστούν.»


(χ) Πολύ άβολα είναι εδώ. Νιώθω ότι δεν χωράω πουθενά. Πονάω, δεν μπορώ να απλώσω ούτε ένα πλοκάμι.
Έχω μια ιδέα.
Ξέρω, ξέρω, θα κάνουμε κύκλο, ο ψηλός θα μας κάνει παντομίμα και θα νιώσουμε σαν να είμαστε πάνω στο πιο μαλακό στρώμα!
Έλα, βλακείες! Λοιπόν, θα σας διαβάσω κάτι.
Τι;
Ένα ποίημα.
Και πως θα βοηθήσει αυτό;
Δεν ξέρω, απλά νομίζω ότι όλα μαλακώνουν με λίγη ποίηση όσο σκληρά κι αν δείχνουν. Στο πατρικό μου είχα ένα κήπο που τον καλλιεργούσα.
Με τι;
Με όνειρα.
Και τι απέγιναν;
Μια μέρα… την θυμάμαι ακόμα αυτή τη μέρα. Ήταν η 5η του μήνα. Καθώς γυρνούσα από την παραλία, είδα ένα σύννεφο καπνού να σκεπάζει τον ουρανό πάνω από το σπίτι μου. Ήταν ο κήπος μου… πήρε φωτιά και όλα τα όνειρα κάηκαν. Η καρδιά μου έσπασε στα δυο. Αλλά πλέον δε στεναχωριέμαι, τα κουβαλάω πάντα μαζί μου. Έχω γράψει και ποίημα για αυτά. Πάει κάπως έτσι:

«Όνειρα μεγάλα φυτρώνουνε στον κήπο μου,
μικρός ονειρευόμουν όταν έχανα τον ύπνο μου.
Στον στίχο μου ξυπνούσα όσα έβλεπα στον ξύπνιο μου,
τα πιο μεγάλα όνειρα κρεμόντουσαν στον τοίχο μου.»

«Το βράδυ πέρασε με διάβασμα και κουβέντα. Τα βράχια πλέον δεν έμοιαζαν τόσο άβολα και τα όνειρα ζεστάθηκαν ξανά, χωρίς όμως να καούν.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΑΚΙ

«Το επόμενο πρωί, πριν οι φίλοι συνεχίσουν το ταξίδι τους, η κάμπια βρήκε το θάρρος να διαβάσει κι αυτή κάτι που είχε γράψει.»

Θέλω και γω να σας διαβάσω κάτι. Δεν ξέρω αν λέγεται ποίημα. Το έγραψα στη διαδρομή. Η νοσταλγία μου για το βουνό είναι τόσο μεγάλη, που μου κόβεται η ανάσα όταν το σκέφτομαι. Διαβάζοντας το, συμφιλιώνομαι με το κομμάτι του εαυτού μου, που πονά. Τον αγκαλιάζω και ο πόνος συρρικνώνεται. Φωλιάζει στην αγκαλιά μου και τον απορροφώ.
Το έχω και σε χαρτί:

«Θέλω πίσω το χρόνο να γυρίσω,
δεν μπορώ…
Αν πρέπει να σε δω
το άρωμα σου θα μυρίσω
και θα παίξω στο μυαλό μου το ρυθμό»

(χ) Νιώθω και γω πολλές φορές ότι θέλω να γυρίσω πίσω το χρόνο, αλλά δεν μπορώ να το κάνω. Και αυτό με κάνει να νιώθω περισσότερο έτσι…
Πως;
(χ) Γ.Τ.Π.!
Γ.Τ.Π. να είσαι χταπόδι μου, φασίστας να μη γίνεις! Δε χρειάζεται πάντως να νοσταλγείς το παρελθόν, είναι μέσα μας. Βρίσκεται στο παιδικό του δωμάτιο και μας θυμίζει ότι κάποτε ήμασταν όλοι παιδιά. Έχει το δικό του χώρο μέσα μας.
(χ) Να το πάρουμε μαζί μας στο βουνό, αυτό το ποίημα. Ίσως διοργανώσουμε μια βραδιά ποίησης!
Πολλά μπορούμε να κάνουμε…

«Οι τέσσερις φίλοι ξεκίνησαν ξανά το ταξίδι τους, έχοντας στο μυαλό τους, τις όμορφες στιγμές που πέρασαν, διαβάζοντας. Το κολύμπι έγινε πιο απαιτητικό. Η κούραση, πλέον, είχε γίνει ανυπέρβλητη.»


Αργούμε; Έχουμε πολύ ακόμα; Κουράστηκα. Νιώθω ότι χαθήκαμε.
Υπομονή μικρή μου κάμπια. Έχω μια ιδέα!
Ξέρω, ξέρω… θα διαβάσουμε μαθηματικά και έτσι θα λύσουμε το πρόβλημά μας!
Άμα δεν ήσουν τόσο ειρωνική κάμπια, ίσως να γινόσουν πιο γρήγορα πεταλούδα. Έχω μαζί μου αυτό το ραδιοφωνάκι. Θα βάλω να ακούσουμε μουσική όσο κολυμπάμε.


«Τα μάτια της κάμπιας έγιναν υγρά…»


Νιώθω ότι το έχω ξανακούσει αυτό το τραγούδι. Αλλά δεν έμοιαζε έτσι την τελευταία φορά. Αυτή η μελωδία δε θα είναι ποτέ ξανά ίδια…
Ούτε εμείς… Άλλωστε, είναι μυστήρια η χώρα των δακρύων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9: ΒΑΡΚΑΔΑ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ

Θέλω να ακούσω λίγη μουσική. Μου έλειψε.
Οι μπαταρίες βράχηκαν και δε λειτουργούν.
Και τώρα; Δεν έχουμε ούτε μουσική, τα ποιήματά μας βράχηκαν κι αυτά, και δεν βλέπω πουθενά τα βουνά. Κουράστηκα. Δε θυμάμαι καν πόσους βυθούς έχουμε κολυμπήσει. Το μόνο που θυμάμαι είναι να κολυμπάω. Νιώθω ότι γεννήθηκα για να κολυμπάω και δεν είμαι καν χταπόδι! Συγγνώμη χταπόδι, δεν έχω κάτι μαζί σου. Θέλω απλά να επιστρέψω.


(Ι) Μπορούμε να φτιάξουμε μία βάρκα από την πανοπλία μου και να φτάσουμε πιο γρήγορα.


Μιλάς;!!! Τι κάνεις μην την βγάζεις θα πεθ… θα κοιμηθείς ήθελα να πω!


(Ι) Μην ανησυχείς, πριν κάποιες ημέρες το κράνος μου γέμισε νερό και έπρεπε να το βγάλω. Εκείνη τη μέρα είχε πολύ ήλιο. Κατάλαβα όμως ότι δεν μπορούσε πια να με βλάψει. Οπότε νομίζω ήρθε η ώρα να αποχωριστώ την πανοπλία μου. Θα γίνει μία ωραία βάρκα που θα μας πάει στα βουνά!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: ΜΑΓΙΚΗ ΜΕΛΩΔΙΑ

Ωραία η βάρκα, δε λέω, αλλά δεν βλέπω πουθενά στεριά.
Μην απογοητεύεσαι.
Νιώθω κουρασμένη, εξαντλημένη… θέλω μόνο να επιστρέψω. Σε παρακαλώ, κάνε κάτι. Τόσες ιδέες έχεις. Σε παρακαλώ. Πήγαινέ μας πίσω.


«Οι μέρες περνούσαν, η εξάντληση των τεσσάρων φίλων γινόταν μεγαλύτερη και η μικρή μας κάμπια ήταν τόσο κουρασμένη, που μετά βίας άρθρωνε.»

Θεω να στρεψω…
Τι;
Θέλω να επιστρέψω. Κουράστηκα. Κάνε κάτι. Θέλω να γυρίσω πίσω.

«Τα μάτια όλων έγιναν υγρά. Το βλέμμα τους έμοιαζε παγωμένο. Το ίδιο και ο χρόνος. Σα να είχαν παγώσει όλα. Κανείς δεν μπορούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια πόση ώρα στέκονταν χωρίς να μιλούν, ώσπου ξαφνικά, μια φωνή έσπασε τη σιωπή…»

Το θέλεις πολύ;
Όπως η κάμπια θέλει να γίνει πεταλούδα!
Θα σου πω ένα μαγικό τρόπο για να γυρίσεις.

Κλείσε τα μάτια σου…

Μύρισε το άρωμα…
Τον ακούς τον ρυθμό;
Ναι, τον ακούω!
Μαγικό… 

 

Θ.

 

το βουνό